- τευμώμαι
- -άομαι, Ακατασκευάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τευμῶμαι < *τεύμα, ἡ ή *τεῦμα, τὸ (< IE *kyeu-men-, πρβλ. αβεστ. šyaō-man- «έργο, πράξη») ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *kyew- «κινώ, θέτω σε κίνηση» (βλ. λ. σεύω), αν και η άποψη αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Dictionary of Greek. 2013.